εγκληματικότητα

εγκληματικότητα
Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα αδικήματα ή κατηγορίες αδικημάτων, ηλικίες και ιδιαίτερες κοινωνικές και βιοψυχικές περιστάσεις, με στόχο την ανεύρεση των αιτίων, που θα συμβάλλουν στη μελέτη και στην εφαρμογή μεθόδων πρόληψης και καταπολέμησης του εγκλήματος. Η ε. ως ένα από τα σοβαρότερα αρνητικά φαινόμενα της κοινωνικής ζωής, το οποίο προκαλεί την αντίδραση της οργανωμένης κοινωνίας με την επιβολή δραστικών μέτρων κατά της προσωπικής ελευθερίας των εγκληματούντων, έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας αλλά και διαμάχης εκ μέρους των διαφόρων θεωριών. Οι διαφωνίες αφορούν κυρίως τα αίτια που προκαλούν την ε. και τον τρόπο αντιμετώπισής της. Η ερευνητική μεθοδολογία της ε. δεν έχει διαμορφωθεί ακόμα με πάγιους κανόνες και γι’ αυτό κάθε ερευνητής προσπαθεί να προσεγγίσει αυτό το φαινόμενο από κοινωνιολογική ή επιστημονική σκοπιά, κατά τρόπο ώστε να διαμορφώνονται εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις. Η ε. αποτελεί μία συγκεκριμένη αντίδραση της ανθρώπινης προσωπικότητας στα ερεθίσματα του κοινωνικού της περιβάλλοντος και είναι συνάρτηση ατομικών, βιοψυχικών και κοινωνιολογικών παραγόντων. Ωστόσο, ειδικοί επιστήμονες έχουν διατυπώσει μονομερείς απόψεις, οι οποίες, παρά την τάση ενοποίησης και σύνθεσης των θεωριών για την ε., διατηρούν ακόμα τη δύναμη και την επιρροή τους στον τρόπο μελέτης και αντιμετώπισης του φαινομένου αυτού. Περίπου μέχρι το τέλος του 17ου αι., η ε. αντιμετωπιζόταν απλώς και μόνο ως ένα κακό που έπρεπε να ξεριζωθεί με σκληρά και αποτρόπαια μέτρα, χωρίς προβληματισμό για τα αίτια και τις πηγές της. Από την εποχή του Διαφωτισμού, όμως, με τις μεγάλες ανακατατάξεις στην κοινωνικοοικονομική δομή, άρχισαν να διατυπώνονται και οι διάφορες θεωρίες για την ε., οι οποίες αναπτύσσονταν συνεχώς, παράλληλα με τις γενικότερες κοινωνικοοικονομικές και τεχνικοεπιστημονικές εξελίξεις. Αρχικά, η προβολή του homo economicus, από την ονομαζόμενη φιλελεύθερη οικονομική σχολή του Άνταμ Σμιθ, προκάλεσε στο πλαίσιο της εγκληματολογικής θεωρίας την άποψη για τον homo criminalis του Τζέρεμι Μπέντχαμ, σύμφωνα με την οποία κάθε πράξη του ανθρώπου, ακόμα και η εγκληματική, είναι αποτέλεσμα υπολογισμού των υπέρ και των κατά και γίνεται όταν τα οφέλη υπερκαλύπτουν τις ζημιές. Έτσι η αντιμετώπιση θα πρέπει να τείνει στην ανατροπή του υπολογισμού με την ανάλογη σοβαρότητα της ποινής, που ονομάστηκε ψυχολογικός καταναγκασμός από τον Φόιερμπαχ και εφαρμόστηκε στον βαυαρικό Ποινικό Κώδικα του 1813, τον οποίο εισήγαγε και στην Ελλάδα η αντιβασιλεία του Όθωνα και ίσχυε έως το 1950. Επίσης, αναπτύχθηκαν οι μεταφυσικές και απόλυτες θεωρίες του Καντ, οι οποίες ίσχυσαν παράλληλα με τη θεωρία του Μπέντχαμ στα δίκαια της Ευρώπης για την αντιμετώπιση της ε., μέχρι την αντικατάστασή τους από τις κοινωνιολογικές θεωρίες και τα συστήματα της θετικιστικής φιλοσοφίας (Ογκίστ Κοντ κ.ά.) που συνέβαλαν στις εμπειρικές έρευνες για την εξακρίβωση της φυσιολογίας της ε. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, διαμορφώθηκε η θετική σχολή (Λομπρόζο, Φέρι) και η άποψη του Ιταλού ψυχιάτρου και εγκληματολόγου Τσέζαρε Λομπρόζο (1835-1900) για τον homo delinquens, με θεωρητικό υπόβαθρο τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου. Ο εγκληματίας, κατά τον Λομπρόζο, έχει εκ γενετής τα χαρακτηριστικά του πρωτόγονου ανθρώπου και αποτελεί αταβιστική επιβίωση του ανθρώπου των σπηλαίων στη σύγχρονη εποχή. Απορρίπτει την ελευθερία της βούλησης και δέχεται έναν απόλυτο βιολογικό καταναγκασμό (determinismus). Περίπου το ίδιο υποστηρίζει και ο Φέρι από την οδό της κοινωνιολογικής ανάλυσης. Οι διαφορές ανάμεσα στις κλασικές και στις θετικιστικές απόψεις (ιδιαίτερα του Φέρι) για την ε. απέκτησαν διαστάσεις ιδεολογικής διαπάλης ανάμεσα στον φιλελευθερισμό και στον σοσιαλισμό, αλλά η μηχανιστική και μονόπλευρη θεώρηση του ζητήματος είχε συνέπεια τη σύντομη εγκατάλειψη των απόψεων αυτών και την αναζήτηση άλλων, περισσότερο σύνθετων, λύσεων. Η πρώτη συμβιβαστική λύση επιχειρήθηκε από τη Διεθνή Ένωση Ποινικού Δικαίου, η οποία ονομάστηκε και θετική γερμανική σχολή, με βασικό χαρακτηριστικό τον εκλεκτισμό που εκδηλώθηκε στη μεταχείριση των διαφόρων κατηγοριών εγκληματιών. Η θεωρία αυτή, με διάφορες παραλλαγές, εφαρμόζεται ήδη στις ευρωπαϊκές χώρες, ενώ η συνεχής αύξηση της ε. ωθεί τους εγκληματολόγους στην αναζήτηση πιο συγκεκριμένων βιοψυχικών και κοινωνικών αιτίων καθώς και μεθόδων για την αντιμετώπισή τους. Στο Διεθνές Συνέδριο Εγκληματολογίας του Μόντρεαλ (1967), που είχε θέμα του τον απολογισμό της σύγχρονης ε., διαπιστώθηκε η αντίθεση ανάμεσα στην αμερικανική ε., η οποία έχει σαφείς κοινωνιολογικές κατευθύνσεις, και την ευρωπαϊκή, όπου προέχουν οι βιοψυχικές κατευθύνσεις. Οι διαφορές ως προς την εξήγηση των αιτίων της ε. έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη διαμόρφωση της αντεγκληματικής πολιτικής. Η παραδοχή των αιτίων οδηγεί σε αναζήτηση θεραπευτικών μέτρων ή στην επιδίωξη της αποδυνάμωσης του εγκληματία. Οι κοινωνιολογικές θεωρίες, αντίθετα, αντιμετωπίζουν το φαινόμενο με μέτρα πρόληψης του εγκλήματος και με την κοινωνική διαπαιδαγώγηση του εγκληματία. Ωστόσο, παρά τις γενικότερες κατευθύνσεις, καμία από αυτές τις θεωρίες δεν εφαρμόζεται αμιγώς, ενώ παράλληλα υπάρχει και η τάση για πιο σύνθετες λύσεις. Ωστόσο, μεγάλο πρόβλημα της αντεγκληματικής πολιτικής, παρά το ότι διαθέτει νομοθετική κάλυψη, παραμένει η ουσιαστική υλοποίησή της, λόγω του ότι αφενός απαιτούνται σοβαρά υλικά μέσα, αφετέρου είναι απαραίτητες η επιστημονική κατάρτιση και η κοινωνική παιδεία των ατόμων που ασχολούνται με την καταπολέμηση της ε. Τα πολιτικά εγκλήματα δεν εντάσσονται στον χώρο της εγκληματολογικής έρευνας, επειδή ανήκουν στην πολιτική επιστήμη. Επίσης αποτελούν αντικείμενο ιδιαίτερης ποινικής δεοντολογίας και σκοπιμότητας και δεν έχουν σχέση με την αντιμετώπιση της κοινής ε. Κατά την άποψη ορισμένων επιστημόνων, η ε. διακρίνεται: στην ένδικη ε. που αποτελεί το σύνολο των εγκλημάτων για τα οποία έγινε δίκη και καταδικάστηκαν οι ένοχοι, σε μία ορισμένη χρονική περίοδο· στη φαινόμενηδήλη ε., η οποία είναι το σύνολο των εγκλημάτων με τα οποία ασχολήθηκαν οι καταδιωκτικές και οι δικαστικές αρχές (ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα)· στην πραγματική ε., δηλαδή το σύνολο των εγκλημάτων που έγιναν και δεν αποκαλύφθηκαν. Υπάρχει πάντα ένας αριθμός εγκλημάτων που μένει άγνωστος και έχει επικρατήσει στην εγκληματολογική να λέγεται σκοτεινός αριθμός (αγγλ. dark number, γερμ. dunkel-ziffer, γαλλ. chiffre noir). Το βασικό μέτρο για την αντιμετώπιση της ε. είναι η λειτουργία της ποινής, τόσο ως πρόβλεψη και απειλή όσο και ως επιβολή, όπως εκφράζεται στη γενική και ειδική πρόληψη, την κοινωνική διαπαιδαγώγηση και την εκφόβιση. Άλλα μέτρα είναι τα καθαρά θεραπευτικά (ιατρικά), τα ψυχοθεραπευτικά (αναμορφωτήρια, καταστήματα εργασίας κλπ.), που ανάγονται στον κύκλο των ποινικών μέτρων, και τα κοινωνικά μέτρα, που αφορούν τη γενική παιδεία, την καλλιέργεια κατάλληλου περιβάλλοντος και την κατάργηση των κοινωνικών αιτίων της ε. (ανασφάλεια, φτώχεια, ισορροπία κοινωνικών συμφερόντων κλπ.). Η σύγχρονη τάση για την αντιμετώπιση της ε. κατευθύνεται από ορθολογιστικά κριτήρια και από τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι ο εγκληματίας αποτελεί ανθρώπινο ον, προϊόν ατομικών και κοινωνικών παραγόντων, οι οποίοι αντιμετωπίζονται με συντονισμένη δράση μέσα στα πλαίσια του συνόλου των κοινωνικών λειτουργιών, με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνικής προόδου. Ο ελληνικός Π.Κ. υιοθετεί κατά βάση το ψυχολογικό κριτήριο ταξινόμησης των εγκληματιών, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τη σοβαρότητα του εγκλήματος και την περίπτωση της υποτροπής, χωρίς όμως να αγνοεί και το αντικειμενικό στοιχείο της επικινδυνότητας· προσπαθεί, μάλιστα, να τα εξισορροπήσει τόσο ως προς τον καθορισμό και τη διαβάθμιση των στοιχείων του ποινικού καταλογισμού όσο και ως προς την επιμέτρηση της ποινής. Ειδική μεταχείριση προβλέπεται για τους κωφαλάλους, ενώ και οι ανήλικοι εγκληματίες αντιμετωπίζονται ως ειδική κατηγορία. Τόσο για τον καταλογισμό της πράξης όσο και για την επιμέτρηση της ποινής, λαμβάνεται υπόψη η διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης και προβλέπεται ιδιαίτερος τρόπος σωφρονιστικής μεταχείρισης για όσους από αυτούς είναι επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια (περιορισμός σε ψυχιατρικά καταστήματα ή επιβολή άλλων ασφαλιστικών μέτρων παράλληλα με την ποινή). Υπό αυτό το πρίσμα αντιμετωπίζονται και άλλες κατηγορίες εγκληματιών, όπως οι υπότροποι ή οι χαρακτηριζόμενοι καθ’ έξιν ή εξ επαγγέλματος εγκληματίες. Τέλος, κατά την επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη την ιδιαίτερη προσωπικότητα του εγκληματία και τα ιδιαίτερα ψυχολογικά κίνητρα του εγκλήματος, όπως για παράδειγμα η φιλοχρηματία. ε. ανηλίκων. Παρά το γεγονός ότι οι επιστημονικοί κλάδοι της παιδαγωγικής και της ψυχολογίας αναπτύχθηκαν κατά τους νεότερους χρόνους, στην ε. των ανηλίκων είχε δοθεί ιδιαίτερη σημασία ήδη από την εποχή που συντάχθηκε το ρωμαϊκό δίκαιο. Αρχικά, το κλασικό ρωμαϊκό δίκαιο προέβλεπε παντελή ατιμωρησία των ανηλίκων, αλλά αργότερα καθιέρωσε την ηλικιακή διάκριση (νήπια έως 7 ετών καμία κύρωση, παιδιά 7-10 ετών καμία κύρωση, προέφηβοι 10-14 ετών επιεικής ειδική μεταχείριση, και νέοι με ποικίλλουσα κατά περιόδους ενηλικίωση επιεικής αντιμετώπιση, ύστερα από έρευνα της κρίσης και της ωριμότητάς τους). Κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, τα όρια της ποινικής ανηλικότητας ήταν: 12 ετών στην Αγγλία και στη Γερμανία, 14 στη Βρετάνη, 15 στη Γαλλία, 17 στην Ισπανία. Οι ανήλικοι έμεναν ατιμώρητοι ή παραδίδονταν στον παθόντα για να τους τιμωρήσει, αλλά με τον τρόπο που θα τιμωρούσε τα δικά του παιδιά. Τα σύγχρονα συστήματα αντιμετώπισης της ε. των ανηλίκων άρχισαν να αναπτύσσονται στο τέλος του 18ου και τις αρχές του 19ου αι. και υλοποιήθηκαν για πρώτη φορά στον γαλλικό Κώδικα του 1791 και στη συνέχεια του 1810. Όριο ηλικίας καθορίστηκε το 16o έτος, αλλά επιβίωνε ακόμη το στοιχείο της διάκρισης (έρευνα κρίσης και ωριμότητας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση), που συνδυαζόταν με το στοιχείο της επιείκειας. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, καλλιεργήθηκε η συνειδητοποίηση της διαφοράς ανάμεσα στον ανήλικο και στον ενήλικο και καθιερώθηκε ειδική μεταχείριση, με σκοπό την αναμόρφωση με το σύστημα της αγωγής και την απόρριψη της τιμωρίας, έστω και με επιείκεια. Η στροφή επιβλήθηκε από την ανάγκη αντιμετώπισης της ε. των ανηλίκων, που άρχισε να αυξάνεται από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι., ενώ παράλληλα καθοριστικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή έπαιξαν οι νέες κοινωνικές θεωρίες, η επιστήμη της ψυχοπαθολογίας, της παιδαγωγικής και οι καινούργιες ιδέες για την ανθρώπινη προσωπικότητα. Η συνειδητοποίηση του ρόλου του περιβάλλοντος (συνθήκες διαβίωσης, κακή διαπαιδαγώγηση κλπ.) στις αντικοινωνικές εκδηλώσεις των ανηλίκων, καθώς επίσης οι έρευνες και το ενδιαφέρον για την προσωπικότητα του παιδιού, τα προβλήματα και τις ανάγκες του, αναπτύχθηκαν μόλις τον 20ό αι., οπότε άρχισε να εκδηλώνεται και το διεθνές ενδιαφέρον για τα θέματα αυτά. Η πρώτη σκέψη για ιδιαίτερη δικαστική αντιμετώπιση των ανηλίκων τέθηκε στο ποινικό συνέδριο της Ουάσινγκτον το 1910, ενώ η ουσιαστική συζήτηση για το θέμα αυτό πραγματοποιήθηκε σε ειδικό διεθνές συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 1911. Τα πορίσματα υιοθετήθηκαν πρώτα από τις ΗΠΑ και την Αγγλία, που έλαβαν και τα ανάλογα νομοθετικά μέτρα. Ακολούθησε το Βέλγιο με ριζοσπαστικές λύσεις (παντελής κατάργηση της ποινής και λήψη μέτρων αγωγής-αναμόρφωσης) και συντηρητικότερα, στη συνέχεια, οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Αυστρία κλπ.). Έτσι έγινε μόλις μία αρχή, γιατί η προσπάθεια ολοκλήρωσης ανακόπηκε από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Χαρακτηριστικά της νέας ρύθμισης ήταν η κατάργηση της γενικής πρόληψης και η αποκλειστική εφαρμογή της ειδικής πρόληψης για τους ανηλίκους, η αποφασιστική έρευνα της προσωπικότητας των ανηλίκων και η λήψη μέτρων προστασίας, καθώς επίσης θεραπευτικής και αναμορφωτικής αγωγής και, το βασικότερο, η δημιουργία ειδικών δικαστηρίων ανηλίκων. Ωστόσο, στη σύγχρονη κοινωνία η ε. των ανηλίκων εμφανίζει ανησυχητική αύξηση. Κάθε χρόνο παρουσιάζονται χιλιάδες νέες περιπτώσεις εφήβων που βρίσκονται σε σύγκρουση με τον νόμο. Διαφαίνονται, επίσης, και άλλες ανησυχητικές τάσεις όσον αφορά την αύξηση των νέων που υποτροπιάζουν σε εγκλήματα, το υψηλό ποσοστό παραβατών κάτω των 14 ετών, την αύξηση στην εγκληματικότητα των κοριτσιών και την εμφάνιση νέου τύπου αδικημάτων, όπως αυτά που σχετίζονται με τα ναρκωτικά. Τα κοινωνικά αίτια που μπορεί να οδηγήσουν τον ανήλικο να υιοθετήσει μια εγκληματική διαγωγή περιλαμβάνουν τις δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης γενικά (μεγάλη φτώχεια, ανεργία, ανεπάρκεια του ημερομισθίου), την ηθική κατάπτωση, την αντικοινωνικότητα και την ε. των γονέων, την ανεπάρκεια των σχολείων, την ανεπαρκή ειδίκευση στην εργασία, τον κομφορμισμό που προκαλούν τα μαζικά μέσα επικοινωνίας. Οι βιολογικοί παράγοντες, μολονότι κατά παράδοση τους επικαλούνται συχνά, παίζουν δευτερεύοντα ρόλο. Ακόμα σπανιότερες είναι οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ως πηγή της εγκληματικής συμπεριφοράς μπορεί να διαπιστωθεί η ψυχονευρωτική δομή της προσωπικότητας. Ένας από τους βασικότερους παράγοντες στον οποίο οφείλεται η ε. των ανηλίκων είναι η καθυστέρηση της ωρίμανσης του εγώ, της οποίας τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στο περιβάλλον όπου ζει και αναπτύσσεται το παιδί και στις ελλείψεις που παρουσιάζει αυτό. Όσον αφορά τις ελλείψεις αυτές και τις επιπτώσεις τους στην ανάπτυξη του ανηλίκου, ιδιαίτερο ρόλο παίζουν οι σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιού κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Αν αυτές είναι διαταραγμένες και παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα, ο έφηβος, ειδικά μετά την ωρίμανσή του, μπορεί να αναπτύξει συμπεριφορά που να διακρίνεται από προβληματικότητα στις προσωπικές σχέσεις, εγωκεντρισμό, ανικανότητα αντιμετώπισης των αποτυχιών, αδυναμία ανοχής της εξουσίας κλπ. Τα γνωρίσματα αυτά είναι χαρακτηριστικά των αντικοινωνικών ανηλίκων σε τέτοιο βαθμό ώστε ορισμένοι συγγραφείς θέλουν να αναγνωρίσουν σε αυτά νοσολογική σημασία (αντικοινωνικός χαρακτήρας των Φριντλέντερ, Άιχορν). Η φαινομενολογία της νεανικής ε. αποκτά διαφορετικό χαρακτήρα στις διάφορες χώρες. Για την πρόληψη και καταστολή της ειδικής νεανικής ε. έχουν δημιουργηθεί διεθνώς θεσμοί ιδιαίτερου ψυχολογικού και κοινωνικού προσανατολισμού, όπως η τοποθέτηση των ανηλίκων σε οικογένειες, η επιτροπεία ανηλίκων κλπ. Το ελληνικό σύστημα ειδικής μεταχείρισης των νεαρών εγκληματιών βασίζεται στη λειτουργία ειδικών δικαστηρίων ανηλίκων καθώς και ειδικών καταστημάτων αναμόρφωσής τους. Δικαστήρια ανηλίκων είναι το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων (αποτελείται από έναν πρωτοδίκη με ειδικές γνώσεις, που διορίζεται για δύο χρόνια με δυνατότητα ανανέωσης), το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων (αποτελείται από έναν δικαστή ανηλίκων και δύο πρωτοδίκες) και το τριμελές εφετείο ανηλίκων (αποτελείται από έναν εφέτη ανηλίκων και δύο άλλους εφέτες). Τα αναμορφωτικά μέσα διακρίνονται σε κυρίως αναμορφωτικά και θεραπευτικά. Αναμορφωτικά είναι, εκτός από την επίπληξη, η υπεύθυνη επιμέλεια του ανηλίκου από τους γονείς, επιτρόπους και κηδεμόνες, η επιμέλεια από προστατευτικά ιδρύματα ή ειδικούς επιμελητές ανηλίκων, η τοποθέτηση σε κατάλληλο κατάστημα αγωγής ή άλλα ειδικά μέτρα που μπορεί να διατάξει το δικαστήριο. Θεραπευτικό μέσο είναι η παραπομπή του ανηλίκου σε θεραπευτικό ή άλλο κατάλληλο ίδρυμα, όταν διαπιστωθεί ότι πάσχει από ψυχική νόσο ή νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή είναι τυφλός, κωφάλαλος, επιληπτικός ή παρουσιάζει ροπή στον αλκοολισμό και εμφανίζει καθυστέρηση της πνευματικής και ηθικής ανάπτυξης. Στους ανήλικους εγκληματίες εφαρμόζεται και ο θεσμός της δοκιμαστικής με όρο απόλυσης. Στα σύγχρονα κράτη υπάρχει μεγάλη διαφορά στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. Στην Κίνα, το 2001, εκτελέστηκαν 2.648 εγκληματίες (φωτ. ΑΠΕ). Η εγκληματικότητα των ανηλίκων είναι από τα σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα, που χρήζει ιδιαίτερης αντιμετώπισης· στη φωτογραφία, νεαροί παίζουν σκάκι σε σωφρονιστικό κατάστημα της Ρωσίας (φωτ. ΑΠΕ). Προμετωπίδα της τρίτης έκδοσης (1892) της «Εγκληματικής Κοινωνιολογίας» του Eνρίκο Φέρι, ενός από τους πιο ικανούς εγκληματολόγους του 19ου αι. Ιστορική φωτογραφία από την περίφημη «Ληστεία του τρένου» (1963) στην Αγγλία, μία από τις μεγαλύτερες του 20ου αι. (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η
1. η ιδιότητα τού εγκλήματος ή τού εγκληματία, ροπή προς το έγκλημα
2. η αναλογία τών εγκλημάτων που διαπράττονται («η εγκληματικότητα αυξήθηκε μετά τον πόλεμο»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εγκληματικότητα — η 1. η ιδιότητα του εγκληματία, η τάση προς το έγκλημα: Η εγκληματικότητα των αλητών. 2. το σύνολο των εγκλημάτων που γίνονται σε μια χώρα: Η εγκληματικότητα στη χώρα μας αυξήθηκε τελευταία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγκληματολογία — Επιστημονικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη του εγκλήματος, την πρόληψή του, την αντίδραση της κοινωνίας σε αυτό, ενώ παράλληλα εξετάζει τα περιβαλλοντολογικά ή ψυχολογικά αίτιά του. Η ε. ιδιοποιείται τις μεθόδους πολλών άλλων… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματολογική ανθρωπολογία — Η μελέτη των σωματικών και κληρονομικών αλλοιώσεων που παρουσιάζει ο άνθρωπος ως εγκληματίας. Έρεισμα για τη δημιουργία της στάθηκε η καθ’ όλα αντιεπιστημονική και ξεπερασμένη πλέον άποψη του Λομπρόζο, για τον οποίο η εγκληματικότητα αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

  • αλκοολισμός — Δηλητηρίαση από οινοπνευματώδη που παρουσιάζεται με δύο μορφές: οξεία (μέθη) και χρόνια. Στην οξεία μορφή, ανάλογα με την ποσότητα του αλκοόλ που έχει καταναλωθεί και την κατάσταση του ατόμου (βαθμός πλήρωσης του στομάχου, ατομική νευρική… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • αποστέρηση — (Ψυχ.). Κατάσταση ψυχικής έντασης με ενδεχόμενα σωματικά σύνδρομα, η οποία εμφανίζεται κάθε φορά που ένα άτομο παρεμποδίζεται να ικανοποιήσει μια οποιαδήποτε ανάγκη. Το εμπόδιο μπορεί να είναι εξωτερικό ή εσωτερικό. To εξωτερικό ενδέχεται να… …   Dictionary of Greek

  • εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • ποτοαπαγόρευση — Κίνηση που εκδηλώθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα για την απαγόρευση της παραγωγής, της πώλησης και της κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών. Από το 1871 χρονολογείται η πρώτη νόμιμη απαγόρευση, στην… …   Dictionary of Greek

  • συμβούλιο — το / συμβούλιον, ΝΜΑ [σύμβουλος] σύνοδος για σύσκεψη, για ανταλλαγή απόψεων και λήψη αποφάσεων (α. «δεν έγιναν γνωστές οι αποφάσεις τού συμβουλίου» β. «ἐξελθόντες δὲ οἱ Φαρισαῑοι συμβούλιον ἔλαβον», ΚΔ γ. «μεστὰ μὲν ἦν τὰ συμπόσια τοῡ βασιλέως,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”